- πολυψήφιος
- -α, -ογια αριθμούς, αυτός που αποτελείται από πολλά ψηφία: Αριθμητική πράξη με πολυψήφιους αριθμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυψήφιος — α, ο, Ν (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από πολλά ψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψήφιος (< ψηφίο), πρβλ. μονο ψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek